- βαλές
- valet
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βαλές — ο 1. ακόλουθος, υπηρέτης 2. φιγούρα της τράπουλας, ο φάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. valet] … Dictionary of Greek
βαλές — ο (λ. γαλλ.), χαρτί της τράπουλας, ο φάντης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάλες — βάλλω throw aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαλές, Ζιλ — (Gilles Vallès, Παρίσι 1832 – 1885).Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Δραστήριος και στρατευμένος, προσχώρησε στην Κομουνιστική Διεθνή και έλαβε μέρος στην Κομούνα του Παρισιού. Γλίτωσε τον τουφεκισμό καταφεύγοντας στο Λονδίνο. Το 1879 εξέδωσε … Dictionary of Greek
Melina Kana — (griechisch Μελίνα Κανά, eigentlich Μελίνα Κανατά Melina Kanata, * 29. Mai 1966 in Thessaloniki) ist eine griechische Sängerin. Sie ist die ältere Schwester von Lizeta Kalimeri. Ein Philologiestudium an der Aristoteles Universität… … Deutsch Wikipedia
Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 … Wikipedia
λεκιάζω — [λεκές] 1. κάνω λεκέ, ρυπαίνω, λερώνω («μόλις τό βαλες τό λέκιασες το πουκάμισο») 2. κηλιδώνομαι, λερώνομαι 3. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου … Dictionary of Greek
νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 … Dictionary of Greek
φάντες — και φάντης, ο, Ν 1. φιγούρα τής τράπουλας που παριστάνει νεανία, βαλές 2. φρ. α) «ήρθε σαν φάντης μπαστούνι» λέγεται για την απροσδόκητη αλλά και ενοχλητική εμφάνιση ενός προσώπου β) «τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο» λέγεται για… … Dictionary of Greek
φιγούρα — η, Ν 1. εικόνα, ζωγραφιά («δεν τού αρέσουν οι φιγούρες τού βιβλίου») 2. καθένα από τα εικονογραφημένα τραπουλόχαρτα, δηλαδή ο ρήγας, ο βαλές και η ντάμα 3. χορευτική παραλλαγή («έμαθα μια καινούργια φιγούρα τού ταγκό χθες») 4. (στο θέατρο σκιών)… … Dictionary of Greek
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek